καρβουνέμπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καρβουνέμπορος | οι | καρβουνέμποροι |
γενική | του | καρβουνέμπορου & καρβουνεμπόρου |
των | καρβουνέμπορων & καρβουνεμπόρων |
αιτιατική | τον | καρβουνέμπορο | τους | καρβουνέμπορους & καρβουνεμπόρους |
κλητική | καρβουνέμπορε | καρβουνέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρβουνέμπορος < κάρβουν(ο) + -έμπορος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρβουνέμπορος αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρβουνέμπορος
|