καργάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καργάρω < κάργα (επίρρημα)

καργάρω

  1. γεμίζω κάτι τελείως
  2. τεντώνω κάτι τελείως

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]