καρδιαλγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρδιαλγία οι καρδιαλγίες
      γενική της καρδιαλγίας των καρδιαλγιών
    αιτιατική την καρδιαλγία τις καρδιαλγίες
     κλητική καρδιαλγία καρδιαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρδιαλγία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καρδιαλγία,[1] Μορφολογικά αναλύεται σε καρδιά + -αλγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρδιαλγία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]