καρεκλάδικου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

καρεκλάδικου

  1. κλητική ενικού του καρεκλάδικος (αρσενικό)
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του καρεκλάδικος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

καρεκλάδικου ουδέτερο