καρκάτζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρκάτζι < μεσαιωνική ελληνική καρκάτζι[1] < ελληνιστική κοινή κάρκαρος (τραχύς)[2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρκάτζι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) κάτι που έχει τσουρουφλιστεί ή καεί κι έχει καταντήσει ξηρό ή ισχνό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρκάτζι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καρκα(ν)τζάς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ κάρκαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.