καρκινοβατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρκινοβατώ < (ελληνιστική κοινή) καρκινοβάτης < αρχαία ελληνική καρκίνος (=κάβουρας) + βαίνω

καρκινοβατώ

  • (για έργο) καθυστερώ πολύ, προχωρώ με πολύ αργό ρυθμό ή οπισθοδρομώ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]