καρλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρλισμός οι καρλισμοί
      γενική του καρλισμού των καρλισμών
    αιτιατική τον καρλισμό τους καρλισμούς
     κλητική καρλισμέ καρλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρλισμός < ισπανική Carlismo < Carlos María Isidro de Borbón, (1788 - 1855)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρλισμός αρσενικό

  • παραδοσιοκρατικό πολιτικό κίνημα στην Ισπανία, το οποίο επιδιώκει τη δημιουργία μιας ξεχωριστής γραμμής της δυναστείας των Βουρβόνων στον ισπανικό θρόνο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]