καρμπονάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρμπονάρος < ιταλική carbonaro < λατινική carbonarius < carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (καίω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρμπονάρος αρσενικό
- (παρωχημένο) καρβουνιάρης
- (ιστορία) μέλος ιταλικής επαναστατικής οργάνωσης (που ονομάστηκε έτσι, επειδή αρχικά κρύβοταν σε καλύβες καρβουνιάρηδων)
- Μυστικές επαναστατικές οργανώσεις σε όλη την ήπειρο διεκδικούν ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη και προετοιμάζουν εξεγέρσεις. Στην Ιταλία, η αδελφότητα των πατριωτών καρμπονάρων πρωτοστατεί στις επαναστάσεις ζητώντας την απελευθέρωση και την ένωση της κατακερματισμένης Ιταλίας. (*)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κάρβουνο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρμπονάρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)