καρμπυρατέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaɾ.bi.ɾaˈteɾ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρμπυρατέρ ουδέτερο άκλιτο
- παρωχημένη γραφή του καρμπιρατέρ κατά τη γαλλική carburateur