καρναγιάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρναγιάρω < καρνάγι(ο) + -άρω < ιταλική carenaggio
Ρήμα
[επεξεργασία]καρναγιάρω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- καρναγιάρισμα
- → δείτε τη λέξη καρνάγιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρναγιάρω
|
Πηγές
[επεξεργασία](Χρειάζεται τεκμηρίωση…)