καροτσιέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καροτσιέρης < (άμεσο δάνειο) ιταλική carrozziere < carrozza < carro < λατινική carrus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kr̥s-o-< *k̑ers- (τρέχω). Μορφολογικά αναλύεται σε καρότσ(α) + -ιέρης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καροτσιέρης αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη καρότσα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καροτσιέρης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)