καρπαλίμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρπαλίμως < καρπάλιμος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

καρπαλίμως