καρπόδεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρπόδεση | οι | καρποδέσεις |
γενική | της | καρπόδεσης* | των | καρποδέσεων |
αιτιατική | την | καρπόδεση | τις | καρποδέσεις |
κλητική | καρπόδεση | καρποδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρποδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρπόδεση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρπόδεση
|