καρτερικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρτερικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καρτερικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε καρτερικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
[επεξεργασία]καρτερικώς
Πηγές
[επεξεργασία]- «καρτερικός» (& καρτερικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)