καρτούτσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρτούτσο < (άμεσο δάνειο) βενετική quartuzzo, υποκοριστικό του quarto < λατινική quartus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeturto- < *kʷetwóres (τέσσερα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρτούτσο ουδέτερο
- παλαιό μέτρο χωρητικότητας υγρών περίπου 460 ml
- μεταλλικό κανάτι κρασιού περιεκτικότητας ενός τετάρτου του λίτρου
- ποσότητα κρασιού ενός τετάρτου του λίτρου (ή του κιλού)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρτούτσο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)