καρυδάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρυδάτος < καρύδι + -άτος (πβ. μεσαιωνική ελληνική καρυδάτον)
Επίθετο
[επεξεργασία]καρυδάτος
- που έχει το σχήμα του καρυδιού ή ανάλογο μέγεθος ή περιέχει καρύδι (ψίχα καρυδιού)
- (ουσιαστικοποιημένο) καρυδάτο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη καρύδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρυδάτος
|