καρυοκατάκτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρυοκατάκτης αρσενικό

  • καρυοθραύστης