κασίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κασίδι < κασσίδιον, υποκοριστικό του κάσσις < λατινική cassis (κράνος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kadh- (φυλάσσω, καλύπτω, προστατεύω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κασίδι ουδέτερο