κασετινούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κασετινούλα | οι | κασετινούλες |
γενική | της | κασετινούλας | — | |
αιτιατική | την | κασετινούλα | τις | κασετινούλες |
κλητική | κασετινούλα | κασετινούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κασετινούλα < κασετίνα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.se.tiˈnu.la/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κασετινούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του κασετίνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κασετινούλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)