καστανομαλλούσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καστανομαλλούσα οι καστανομαλλούσες
      γενική της καστανομαλλούσας
    αιτιατική την καστανομαλλούσα τις καστανομαλλούσες
     κλητική καστανομαλλούσα καστανομαλλούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καστανομαλλούσα < καστανομάλλ(α) + -ούσα, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου καστανομάλλης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.sta.no.maˈlu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐στ‐νο‐μαλ‐λού‐σα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καστανομαλλούσα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καστανομάλλης

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

καστανομαλλούσα