κατάκοιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατάκοιτος < κατά- + κοίτη < αρχ. κεῖμαι
Επίθετο
[επεξεργασία]κατάκοιτος, -η, -ο
- καθηλωμένος στο κρεβάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα ή εφ' όρου ζωής λόγω ανίατης συνήθως αρρώστιας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατάκοιτος