κατάξηρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατάξηρος < αρχαία ελληνική κατάξηρος < κατά + ξηρός
Επίθετο
[επεξεργασία]κατάξηρος
- (λόγιο) άλλη μορφή του κατάξερος
- Εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων βημάτων προηγεῖτο ἡμῶν κατάξηρος κ᾿ ἐκεῖνος ψωραλέος ὄνος, σύρων ἐπιπόνως βαρέλαν ὕδατος, τοποθετημένην ἐπὶ εἴδους διτρόχου χειραμάξης ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν γραίας χωρικῆς. (Εμμανουήλ Ροΐδης, Το ξεστούπωμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατάξηρος
|