κατάπαυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάπαυση οι καταπαύσεις
      γενική της κατάπαυσης* των καταπαύσεων
    αιτιατική την κατάπαυση τις καταπαύσεις
     κλητική κατάπαυση καταπαύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπαύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατάπαυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάπαυσις, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cessation[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατάπαυση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]