κατάστηθα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]κατάστηθα
- (τοπικό επίρρημα) (οικείο) πάνω στο στήθος, στο κέντρο του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατάστηθα
|