κατίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατίκι | τα | κατίκια |
γενική | του | κατικιού | των | κατικιών |
αιτιατική | το | κατίκι | τα | κατίκια |
κλητική | κατίκι | κατίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατίκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατίκι ουδέτερο
- (τυρί) λευκό μαλακό τυρί. Το Κατίκι Δομοκού είναι προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π.).
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατίκι
|