καταγγελτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταγγελτικός < (ελληνιστική κοινή) καταγγελτικός < αρχαία ελληνική καταγγέλω < ἀγγέλλω
Επίθετο
[επεξεργασία]καταγγελτικός, -ή, -ό
- που καταγγέλλει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις καταγγέλλω και αγγέλλω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταγγελτικός
|