καταγραφέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταγραφέας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταγραφέας αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που καταγράφει
- (ειδικότερα) όργανο που καταγράφει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταγραφέας