καταδικάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταδικάζω < αρχαία ελληνική καταδικάζω

καταδικάζω

  1. επιβάλλω τιμωρία αφού δικάσω
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά)
    • αποδοκιμάζω τελείως
    • επιβάλλω ή δημιουργώ προϋποθέσεις για κάτι πολύ δυσάρεστο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

καταδικάζω < κατά + δικάζω (δικάζω κατά, εναντίον)

καταδικάζω

  1. καταδικάζω

Παράγωγα

[επεξεργασία]