καταδολιευτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταδολιευτικά < καταδολιευτικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]καταδολιευτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταδολιευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καταδολιευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καταδολιευτικός