καταιωνιστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταιωνιστήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταιωνιστήρας αρσενικό
- διάταξη η οποία χρησιμοποιείται για να ψεκάζει, συνήθως νερό
- ↪ καταιωνιστήρας λάντζας: διάταξη σε επαγγελματική κουζίνα (καταστημάτων εστίασης) για ξέπλυμα πιατικών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταιωνιστήρας
|