κατακορύφως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατακορύφως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κατακορύφως < κατακόρυφ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

κατακορύφως