κατακορύφως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατακορύφως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κατακορύφως < κατακόρυφ(ος) + -ως
Επίρρημα
[επεξεργασία]κατακορύφως
Πηγές
[επεξεργασία]- κατακόρυφος (κατακόρυφα και -ως) - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κατακόρυφος (κατακόρυφα και -ως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)