κατακρήμνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατακρήμνιση | οι | κατακρημνίσεις |
γενική | της | κατακρήμνισης* | των | κατακρημνίσεων |
αιτιατική | την | κατακρήμνιση | τις | κατακρημνίσεις |
κλητική | κατακρήμνιση | κατακρημνίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακρημνίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατακρήμνιση < κατακρημνίζω + -ση αρχαία ελληνική κατακρημνίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατακρήμνιση θηλυκό
- η πτώση από γκρεμό ή γενικότερα από ψηλά
- η ρίψη από ψηλά (είδος της θανατικής ποινής στην Αρχ. Ρώμη)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατακρήμνιση
|