κατακρατούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.kɾaˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κρα‐του‐μαι
- ομόηχο: κατακρατούμε
Ρήμα
[επεξεργασία]κατακρατούμαι, π.αόρ.: κατακρατήθηκα, μτχ.π.π.: κατακρατημένος, (ενεργ.: κατακρατώ)
- παθητική φωνή του ρήματος κατακρατώ → δείτε και την κλίση