κατακύρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατακύρωση | οι | κατακυρώσεις |
γενική | της | κατακύρωσης* | των | κατακυρώσεων |
αιτιατική | την | κατακύρωση | τις | κατακυρώσεις |
κλητική | κατακύρωση | κατακυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατακύρωση < κατακυρώνω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατακύρωση θηλυκό
- η επικύρωση, η επιβεβαίωση
- η αναγνώριση σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος, π.χ. μετά από πλειστηριασμό
- η αναγνώριση κατοχής ενός υλικού ή άϋλου αντικειμένου (π.χ. μιας έδρας) με διοικητική ή δικαστική απόφαση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατακύρωση
|