καταλαλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταλαλώ < αρχαία ελληνική καταλαλέω / καταλαλῶ

καταλαλώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]