καταλελυκώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

καταλελυκώς < καταλύω

Μετοχή

[επεξεργασία]

καταλελυκώς αρσενικό