καταλογογραφήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]καταλογογραφήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του καταλογογράφηση
- εναλλακτικά: καταλογογράφησης