καταμαδῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταμαδῶ < κατα- + μαδῶ

καταμαδῶ