καταμετρητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταμετρητής αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταμετρητής
|
καταμετρητής αρσενικό
|