καταναλώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταναλώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταναλώνω
  2. θα καταναλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταναλώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

καταναλώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατανάλωση