καταναυμαχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταναυμαχώ < αρχαία ελληνική καταναυμαχέω / καταναυμαχῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]καταναυμαχώ (παθητική φωνή: καταναυμαχούμαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταναυμαχώ
|