κατανόημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατανόημα τα κατανοήματα
      γενική του κατανοήματος των κατανοημάτων
    αιτιατική το κατανόημα τα κατανοήματα
     κλητική κατανόημα κατανοήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατανόημα < κατά- + νόημα, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική percept. Διαφορετική η αρχαία ελληνική κατανόημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατανόημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατανόημα < κατανοέω, κατά- + νόημα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατανόημα ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη νοέω