καταπολεμούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]καταπολεμούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος καταπολεμώ
- άλλες μορφές: καταπολεμιέμαι του καταπολεμάω/καταπολεμώ