καταποτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταποτήρας αρσενικό
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) (υπόγειος) αγωγός βρομόνερων
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) καταβόθρα
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) δίνη