καταρρακτώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταρρακτώδης < καταρράκτης
Επίθετο
[επεξεργασία]καταρρακτώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με καταρράκτη, που έχει τις ιδιότητες του καταρράκτη (ως προς την ορμή και την ποσότητα)
- ※ Αλλά μόλις είχαμε φθάσει πίσω από τις κορφές άρχισε πάλι καταρρακτώδης βροχή. Γίναμε μούσκεμα. (Γεώργιος Ευθ. Χαροκόπου, Η απαγωγή του στρατηγου Κράιπε, εκδ. Ίδη, 1981, σελ. 221)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταρρακτώδης