κατασιγαστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατασιγαστήρας < κατασιγάζω + -τήρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατασιγαστήρας αρσενικό
- άλλη μορφή του σιγαστήρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατασιγαστήρας
|