κατασκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατασκοπία < ελληνιστική κοινή κατασκοπία < κατάσκοπος + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατασκοπία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατασκοπία
|