κατασταλτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατασταλτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κατασταλτικῶς (μαρτυρείται από το 1896)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατασταλτικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

κατασταλτικώς

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 530, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  • «κατασταλτικός» (& κατασταλτικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)