καταστερίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταστερίζω < ελληνιστική κοινή καταστερίζω < κατά + αρχαία ελληνική ἀστήρ

καταστερίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]