καταστηματάρχισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταστηματάρχισσα < καταστηματάρχης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταστηματάρχισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη καταστηματάρχης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταστηματάρχισσα
|